φανατίζω

φανατίζω
φανατίζω, φανάτισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φανατίζω — Ν εμπνέω φανατισμό («οι αρχηγοί τών πολιτικών κομμάτων συνηθίζουν να φανατίζουν τους οπαδούς τους κατά την προεκλογική περίοδο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. φανατ ικός* + κατάλ. ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ.… …   Dictionary of Greek

  • φανατίζω — φανάτισα, φανατίστηκα, φανατισμένος, κάνω κάποιον φανατικό (βλ. λ.), εμπνέω σε κάποιον φανατισμό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφανάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν κατέχεται από φανατισμό 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον φανατίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φανατίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αφιονίζω — [αφιόνι] 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι 2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώ β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω …   Dictionary of Greek

  • ντοπάρω — 1. χορηγώ ή κάνω χρήση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες προκειμένου να πετύχω καλύτερη επίδοση 2. μτφ. α) διεγείρω, εξάπτω («με τις συμβουλές του μέ ντοπάρησε εν όψει τών εξετάσεων») β) φανατίζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • αφιονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ποτίζω με αφιόνι, αποκοιμίζω, φανατίζω: Τον έχουν αφιονίσει με τις λεγόμενες προοδευτικές ιδέες. Ουσ. αφιόνισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”